τεραστικός

τεραστικός
-ή, -όν, ΜΑ [τεράζω]
1. υπερμεγέθης, τεράστιος
2. (κατ' επέκτ.) υπερβολικός.
επίρρ...
τεραστικῶς ΜΑ
με τεραστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”